συνθυσία

συνθυσία
ἡ, Α [συνθύτης]
1. πανήγυρη, θρησκευτική συγκέντρωση
2. το αξίωμα τού συνθύτη, τού θεωρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνθυσιαστής — ὁ, Α [συνθυσιάζω] αυτός που μετέχει σε συνθυσία* («τὸ κοινὸν τὸ Συνθυσιαστᾱν», επιγρ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”